- ρούσικος
- -η, -ο, θηλ. και -ια, Νβλ. ρωσικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρωσικός — ή, ό και ρώσικος και ρούσικος, η, ο, Ν [Ρωσία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Ρωσία ή στους Ρώσους ή αυτός που προέρχεται από τη Ρωσία (α. «ρωσική γλώσσα» β. «ρωσική βότκα») 3. (το ουδ. πληθ. ώς ουσ.) τα Ρωσικά η ρωσική γλώσσα 4. φρ.… … Dictionary of Greek
ρωσικός — ρωσικός, ή, ό και ρούσικος, η, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Ρωσία ή στους Ρώσους: Ονομαστά είναι τα ρωσικά μπαλέτα. Το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., ρωσικά, τα η ρωσική γλώσσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)